- μάστορος
- μάστορος, ὁ (Μ)βλ. μάστορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάστορος — Μάστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
μεγαλομαστόρα — η εξαιρετικά επιτήδεια γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μαστόρα (< μάστορος)] … Dictionary of Greek